- ανοσία
- ηφυσική ή επίκτητη αντίσταση ενός οργανισμού σε ορισμένες αρρώστιες, ώστε να μην προσβάλλεται απ' αυτές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνοσία — ἀνοσίᾱ , ἀνόσιος unholy fem nom/voc/acc dual ἀνοσίᾱ , ἀνόσιος unholy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀνοσίᾱ , ἀνοσία fredom from sickness fem nom/voc/acc dual ἀνοσίᾱ , ἀνοσία fredom from sickness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσίᾳ — ἀνοσίᾱͅ , ἀνόσιος unholy fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνοσίᾱͅ , ἀνοσία fredom from sickness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
ἀνόσια — ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσίας — ἀνοσίᾱς , ἀνόσιος unholy fem acc pl ἀνοσίᾱς , ἀνόσιος unholy fem gen sg (attic doric aeolic) ἀνοσίᾱς , ἀνοσία fredom from sickness fem acc pl ἀνοσίᾱς , ἀνοσία fredom from sickness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσίαι — ἀνοσίᾱͅ , ἀνόσιος unholy fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνοσίᾱͅ , ἀνοσία fredom from sickness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσίαν — ἀνοσίᾱν , ἀνόσιος unholy fem acc sg (attic doric aeolic) ἀνοσίᾱν , ἀνοσία fredom from sickness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόσι' — ἀνόσια , ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl ἀνόσια , ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl ἀνόσιε , ἀνόσιος unholy masc voc sg ἀνόσιε , ἀνόσιος unholy masc/fem voc sg ἀνόσιαι , ἀνόσιος unholy fem nom/voc pl ἀνόσιαι , ἀνοσία fredom from sickness fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀνόσια — ἀνόσια , ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl ἀνόσια , ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek